- βάλλεται
- βάλλωthrowpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въврещисѧ — (15), ВЪВЬР|ГОУСѦ, ЖЕТЬСѦ гл. 1.Бросаться, кидаться, падать: аще имате вѣроу... и речете горѣ се и преиди и въврьзисѩ въ море. и абиѥ послоушаѥть васъ. ЖФП XII, 26б; Аще кто... въ пропасть въвержетьсѩ. (κρεμνήσει) КЕ XII, 212а; рцете горѣ сеи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
вълагати — ВЪЛАГА|ТИ (101), Ю, ѤТЬ гл. 1. Помещать, класть внутрь чего л.: потребьно же онѣмь. донеси имъ <в>ьсе бо то <в>ъ р<ѹ>цѣ б҃жии вълагаѥши Изб 1076, 14 об.; вълагають пьрстъ десны˫а рѹкы въ ноздрь (ἐπαναπαύουσι) КЕ XII, 276а; абиѥ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
въметатисѧ — ВЪМЕ|ТАТИСѦ (4*), ЧОУСѦ ( ЩОУСѦ), ЧЕТЬСѦ ( ЩЕТЬСѦ) гл. Быть вброшенным, вкинутым: в пламень лютыи слышащи(м) сѩ дш҃мъ конца в ню [душу] же вмещютсѩ муцѣ не имущи. (ἐμβληθήσεται) ФСт XIV, 148в; древу же плода не творѩщю… посѣкаетсѩ и въ ѡгнь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αείβολος — ἀείβολος, ον (Μ) αυτός που ρίχνεται, εξακοντίζεται, βάλλεται συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + βόλος < βάλλω] … Dictionary of Greek
αμφιβολία — Κατάσταση αντίθετη προς τη βεβαιότητα, που εκδηλώνεται ως αναστολή της κρίσης. Όταν η α. θεωρείται αναγκαίο παρακολούθημα κάθε έρευνας που στηρίζεται στη διάγνωση της αναξιοπιστίας των μαρτυριών των αισθήσεων και των λειτουργιών του λογικού,… … Dictionary of Greek
απυρόβλητος — η, ο (για τόπο) αυτός που δεν βάλλεται από τα βλήματα των εχθρικών πυροβόλων … Dictionary of Greek
δίσκημα — δίσκημα, το (Α) [δισκώ] 1. οτιδήποτε ρίχνεται ή βάλλεται ως δίσκος 2. η ρίψη τού δίσκου … Dictionary of Greek
ευθύφορος — η, ο 1. αυτός που πορεύεται ή βάλλεται κατευθείαν 2. φρ. «ευθύφορη βολή» βολή που εκτελείται με ισχυρά γεμίσματα και μικρές γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + φορος < φέρω] … Dictionary of Greek
εύβλητος — εὔβλητος, ον (Α) αυτός που βάλλεται εύκολα, ο ευπρόσβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βλητός (< βάλλω), πρβλ. από βλητος] … Dictionary of Greek
μεταξύ — (ΑΜ μεταξύ, Α και μετοξύ) επίρρ. 1. (με άρθρ. ή χωρίς άρθρ.) μεταξύ ή το μεταξύ α) (τοπικά) στο μέσο, στη μέση, ανάμεσα («οὐδέ καρπὸν ἐδηλήσαντ , ἐπεὶ ἦ... μεταξὺ οὔρεά τε σκιόεντα θάλασσά τε ἠχήεσσα», Ομ. Ιλ.) β) ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία 2 … Dictionary of Greek